- κάρδαμα
- κάρδαμονnose-smartneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρδαμ' — κάρδαμα , κάρδαμον nose smart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Amaliada — Gemeinde Amaliada (1924–2010) Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) … Deutsch Wikipedia
Kendro — Gemeinde Amaliada Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) DEC … Deutsch Wikipedia
κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… … Dictionary of Greek
καρδαμίζω — (Α) [κάρδαμο] μιλώ για κάρδαμα, δηλ. λέω ανοησίες … Dictionary of Greek
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος — κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, ον (Α) (κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω)] … Dictionary of Greek
Αμαλιάδας, δήμος — Δήμος (32.090 κάτ.) του νομού Ηλείας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίου Δημητρίου, Αγίου Ηλία Πηνηίων, Αμπελοκάμπου, Αυγείου, Γερακίου, Δάφνης, Δαφνιωτίσσης … Dictionary of Greek
Πετρούλες — Πολύ μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καρδαμά … Dictionary of Greek